τραυματολογικός

τραυματολογικός
-ή, -ό, Ν [τραυματολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραυματολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραυματολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τραυματολογία: Τραυματολογικό μάθημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”